Η Γιούσρα Μαρντίνι κολυμβήτρια προσφύγισσα από τη Συρία έφτασε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο και δίνει μαθήματα ζωής. Η 23χρονη συμμετέχει αυτές τις μέρες για δεύτερη φορά σε Ολυμπιακούς Αγώνες αφού είχε ταξιδέψει και στο Ρίο και μάλιστα κατάφερε να προκριθεί στα ημιτελικά του αγωνίσματος της (100μ. πεταλούδα). «Πρώτα από όλα θέλω να κάνω υπερήφανους τους γονείς μου και από εκεί και πέρα η ψυχή μου λαχταράει για τρία πράγματα: Να ανοίξουν τα σύνορα για τους πρόσφυγες, να πάρω κάποτε ένα Ολυμπιακό μετάλλιο και να επικρατήσει ειρήνη στην πατρίδα μου», είχε δηλώσει.

Άρχισε το ταξίδι της από τη Δαμασκό τον Αύγουστο το 2015. Αφού έφτασε στη Σμύρνη μαζί με άλλους 20 συμπατριώτες της ανέβηκε στη βάρκα που θα τους μετέφερε στην Ελλάδα. Ωστόσο, η βάρκα άρχισε να μπάζει νερά. Μαζί με την αδερφή της βούτηξαν στη θάλασσα και κολύμπησαν τέσσερις ώρες μέχρι τη Λέσβο τραβώντας μαζί τους τη βάρκα. Μετά από ολιγοήμερη παραμονή στον καταυλισμό της Μόριας και στη συνέχεια στους δρόμους της Μυτιλήνης έφυγε για την Αθήνα και στη συνέχεια για την Ευρώπη.

Η κολυμβήτρια από τη Συρία αφηγήθηκε την ιστορία της στο βιβλίο «Πεταλούδα» και είχε μιλήσει στο περιοδικό «Κ» της «Καθημερινής», σε ένα διάλειμμα από τις προπονήσεις της στις πισίνες του Βερολίνου. «Πρώτα κολύμπησα, μετά περπάτησα», είναι η πρώτη φράση του βιβλίου της. Ο πατέρας της, προπονητής κολύμβησης, την πετούσε στο νερό από μωρό. Στην πισίνα όφειλε να τον αποκαλεί «κόουτς». Στο σπίτι μπορούσε να τον λέει «μπαμπά». Η Γιούσρα έμαθε με τα χρόνια να αγαπάει το νερό, ονειρεύτηκε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και ξεκίνησε στην εφηβεία της να κερδίζει μετάλλια για τη Συρία σε διεθνείς διοργανώσεις, όπως αφηγείται στη συνέντευξη. Μετά ήρθε ο πόλεμος. «Τη θυμάμαι τη μέρα που φύγαμε. Η μητέρα μου έκλαιγε κι εγώ ήμουν πάρα πολύ στενοχωρημένη» είχε πει.

Χρειάστηκε να περπατήσει μεγάλο μέρος της Κεντρικής Ευρώπης, να κρυφτεί σε χωράφια, να αντιμετωπίσει την ουγγρική αστυνομία, να περιμένει μέρες ολόκληρες εγκλωβισμένη σε γραφειοκρατικά αδιέξοδα, όπως έχει δηλώσει στην ίδια συνέντευξη. Στο Βερολίνο γνώρισε τον μελλοντικό της προπονητή, Σβεν Σπάνεκρεμπς, ο οποίος βοήθησε τα δύο κορίτσια (εκείνη και την αδερφή της) να εγκατασταθούν στην πόλη και έδωσε στη Γιούσρα την ευκαιρία να επιστρέψει στις πισίνες, όταν και η Ολυμπιακή Επιτροπή εξέταζε το ενδεχόμενο της σύστασης μιας ομάδας προσφύγων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο. Έτσι έγινε και ταξίδεψε στη Βραζιλία στους Ολυμπιακούς και τα υπόλοιπα είναι απλά ιστορία.

«Δεν έχω ιδέα από πολιτική», είχε πει. «Δεν ξέρω πώς να εξηγήσω αυτά που συμβαίνουν στη Συρία, αλλά πιστεύω ότι πάντα υπάρχει κάποιος που έχει δίκιο και κάποιος που έχει άδικο. Και ξέρω ότι αυτός που την πληρώνει είναι ο απλός κόσμος. Εμείς. Που προσπαθούμε να έχουμε μια κανονική ζωή». «Δεν ήθελα να φύγω από τη χώρα μου», λέει, «αλλά ήταν επιβεβλημένο αν ήθελα να μείνω ζωντανή».

«Στη Λέσβο δε θα ξεχάσω ποτέ μια κοπέλα που δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου, η οποία με πλησίασε και μου έδωσε ένα ζευγάρι παπούτσια»

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της «Πεταλούδας» είναι ότι η Γιούσρα περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια όλο το ταξίδι. Αυτό που δε θα ξεχάσει ποτέ είναι ένα βράδυ στο Αιγαίο και πώς η βάρκα τους κατέληξε να βυθίζεται.

Η βάρκα που έφτασε για να για τη μεταφορά τους ήταν ένα πλεούμενο τεσσάρων μέτρων, πάνω στο οποίο η Γιούσρα και η Σάρα στριμώχνονται με ακόμα 18 άτομα. «Έχει αέρα και σκοτεινιάζει. Ωστόσο ξεκινούν. Ισορροπούν με δυσκολία. Και δεκαπέντε λεπτά μετά, η μηχανή της βάρκας χαλάει. Είναι θέμα χρόνου να αρχίσει να βυθίζεται. Πανικόβλητοι οι 20 επιβαίνοντες πετούν τα πράγματά τους στη θάλασσα, αλλά το βάρος δεν μειώνεται. Τότε οι δύο κοπέλες πηδούν στο νερό. Δύο ακόμα άνδρες τις ακολουθούν. Κρατιούνται από σχοινιά που είναι δεμένα στο σκάφος και προσπαθούν να κολυμπήσουν προς τη στεριά. Τρεισήμισι ώρες αργότερα, οι ακτές της Λέσβου μοιάζουν ακόμα μακριά. Εντελώς εξαντλημένη από την κούραση και τον φόβο, η Γιούσρα είναι έτοιμη να παραδοθεί στη μοίρα της, διερωτώμενη πώς η ζωή έγινε ξαφνικά τόσο φθηνή» αναφέρει το δημοσίευμα της Καθημερινής. «Είναι επίπονο να θυμάμαι εκείνο το βράδυ», δηλώνει η ίδια και προσθέτει: «Είναι μια πολύ σκληρή ιστορία. Με κινητοποιεί, αλλά με στοιχειώνει».

«Την Ελλάδα δεν την είδα κάτω από τις καλύτερες συνθήκες, αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ τους ανθρώπους στη Λέσβο που συνάντησα εκείνες τις μέρες», είχε πει. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια κοπέλα που δεν είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου, η οποία με πλησίασε και μου έδωσε ένα ζευγάρι παπούτσια όταν είδε ότι περπατούσα ξυπόλυτη». Προσθέτει ότι νιώθει την ανάγκη να ευχαριστήσει τους Έλληνες που είδαν με ανοιχτό μυαλό το δράμα των προσφύγων. «Και να απολογηθώ, όμως, γιατί ξέρω ότι για την Ελλάδα δεν ήταν εύκολο αυτό που συνέβη και σε αυτούς που ενοχλήθηκαν από εμάς θέλω να ζητήσω να προσπαθήσουν να καταλάβουν τι έχουμε περάσει. Ούτε εμείς θέλουμε που ζούμε αυτή την κατάσταση».

«Η ζωή με έχει διδάξει ότι τα πάντα είναι πιθανά, αρκεί να μην τα παρατάς»