Η αναγνώριση των θεραπευτικών ιδιοτήτων των ψυχοτρόπων ουσιών και συγκεκριμένα της MDMA, γνωστής και ως «έκσταση», ήταν το θέμα επιστημονικής μελέτης που δόθηκε στη δημοσιότητα τη Δευτέρα στην επιθεώρηση Nature Medicine, όπως δημοσίευσαν οι New York Times. Η κλινική μελέτη ,υπό την εποπτεία του δρος Ρικ Ντόμπλιν, έδειξε ότι η χρήση MDMA, από κοινού με ψυχανάλυση, ανακουφίζει τα συμπτώματα όσων πάσχουν από οξύ σύνδρομο μετατραυματικού άγχους.

Νωρίτερα, όπως δημοσιεύτηκε στο Reuters, η ιατρική επιθεώρηση New England Journal of Medicine είχε φέρει στο φως μελέτη, η οποία υπογραμμίζει τα πλεονεκτήματα της αντιμετώπισης της κατάθλιψης με ψιλοκυβίνη, την παραισθησιογόνο ουσία που περιέχουν τα «μαγικά μανιτάρια». Οι συντάκτες της έρευνας εικάζουν ότι είναι θέμα χρόνου έως ότου η ομοσπονδιακή υπηρεσία τροφίμων και φαρμάκων δώσει την έγκρισή της. Το MDMA αναμένεται να εγκριθεί για ιατρική χρήση το 2023 και η ψιλοκυβίνη ένα με δύο χρόνια αργότερα.

Οι παραισθησιογόνες αυτές ναρκωτικές ουσίες, γνωστές και ως «ψυχεδελικές», ετοιμάζονται να προστεθούν στο οπλοστάσιο της ψυχιατρικής φαρμακολογίας, η οποία έχει σημείωσει τεράστια άλματα προόδου σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των ψυχικών διαταραχών και εθισμών. Πολλές επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ότι ψυχεδελικά ναρκωτικά, όπως το LSD και η ψιλοκυβίνη, δεν είναι εθιστικά και δεν προκαλούν βλάβες σε όργανα του σώματος, ακόμη και σε μεγάλες δόσεις. Αντίθετα από τους επικρατούντες μύθους, το «έκσταση» δεν δημιουργεί τρύπες στον εγκέφαλο χρηστών, ενώ ένα «κακό τριπ» με LSD δεν προκαλεί βλάβες στα χρωμοσώματα.

Η επιστημονική κοινότητα επιμένει ωστόσο στην ανάγκη περαιτέρω μελέτης παρενεργειών, όπως τις επιπτώσεις που έχουν οι ουσίες αυτές σε χρήστες με καρδιακά προβλήματα. Παρότι το κύμα ενθαρρυντικών ιατρικών στοιχείων έχει βοηθήσει να καμφθούν οι αντιστάσεις πολλών επιστημόνων, ορισμένοι ερευνητές προειδοποιούν κατά της άκριτης χορήγησης ψυχοτρόπων ουσιών, πριν από την ολοκλήρωση ενδελεχούς μελέτης των κινδύνων τους. Ο δρ Μάικλ Μπόγκενσουτς, καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, επισημαίνει ότι οι περισσότερες από τις ενθαρρυντικές κλινικές μελέτες πραγματοποιήθηκαν σε μικρό αριθμό ασθενών, από τους οποίους είχαν αποκλεισθεί οι πάσχοντες από σχιζοφρένεια και άλλα βαριά ψυχικά νοσήματα. «Ξέρω ότι ακούγομαι κωμικός, αλλά πρέπει να το πω: Παιδιά, μην παίρνετε τέτοια μόνοι σας! Ας περιμένουμε να μελετήσουμε όλα τα στοιχεία, προτού συστήσουμε τέτοιες ουσίες σε εκατομμύρια ανθρώπους», λέει ο δρ. Μπόγκενσουτς.