Με εξι νέες ταινίες, μας αποχαιρετά ο Νοέμβριος. Ταινίες για ολα τα γούστα, κέφια και με πλούσια θεματολογία. Οι ταινίες που σίγουρα ξεχωρίζουν (η κάθε μια για τον δικό της λόγο), είναι το κύκνειο άσμα του σπουδαίου Harry Dean Stanton, στο συγκινητικό ανεξάρτητο δράμα Lucky και η απογοητευτική βιογραφία του κορυφαίου Έλληνα λογοτέχνη Νίκου Καζαντζάκη, δια χειρός Γιάννη Σμαραγδή.
Η έκπληξη, όμως, αυτής της κινηματογραφικής εβδομάδας, ακούει στο όνομα Good Time, μια καθηλωτική αστυνομική περιπέτεια και με έναν Robert Pattinson πραγματική αποκάλυψη. Την εξάδα των νέων ταινιών συμπληρώνουν… ο σεναριογράφος του “Ορφανοτροφείου” ο οποίος σκηνοθετεί ένα αγγλόφωνο θρίλερ τρόμου με πολύ καλά στοιχεία, με τον τίτλο Marrowbone, η βιογραφία του Πολωνού ζωγράφου Ντζίζλαβ Μπεκσίνσκι στήν ταινία The Last Family και το περιπετειώδες θρίλερ Collide, με ενα πολύ καλό cast, αλλά άσχημο αποτέλεσμα.
Ας δούμε όμως αναλυτικά τις νέες ταινίες της εβδομάδας:
Good Time
Υπόθεση: Μετά από μια ληστεία που πάει στραβά, ο Constantine Nikas (Robert Pattinson) ξεκινά μια επικίνδυνη οδύσσεια στον υπόκοσμο της Νέας Υόρκης, σε μια όλο και πιο απεγνωσμένη προσπάθεια να σώσει τον αδελφό του Nick (Benny Safdie) από τη φυλακή. Μέσα μία νύχτα ποτισμένη με αδρεναλίνη, ο Constantine κατρακυλά χωρίς τέλος σε πράξεις βίας και πανικού. Ο χρόνος μετράει σε βάρος του αδελφού του, αλλά και του ίδιου, καθώς οι ζωές τους κρέμονται από μία κλωστή.
Άποψη: Οι ανεξάρτητοι κινηματογραφιστές, αδερφοί Safdie, μετά το πολύ καλό “Heaven Knows What” (στήν πρώτη τους μεγάλου μήκους ταινία), δημιουργούν ένα ηλεκτρισμένο αστικό θρίλερ, στούς κακόφημους δρόμους της Νέας Υόρκης, που συνδυάζει την αυθεντικότητα με την προσβασιμότητα σε ένα συμπαγές, εύφλεκτο “πακέτο”, το οποίο μάλιστα και καταχειροκροτήθηκε στο 70ο Φεστιβάλ των Καννών.
Δυο αδέρφια μετά από μια ληστεία, βρίσκονται αντιμέτωποι με τον χρόνο. Ο Coni , εκρηκτικός και παράτολμος, θα κάνει τα πάντα για να σώσει τον Nick, ο οποίος έχει μαθησιακές δυσκολίες, από τα χέρια του νόμου. Όμως για να μπορέσει να προσπεράσει τα εμπόδια που ορθώνονται στον δρόμο του θα πρέπει να φτάσει στα άκρα.
Με εκπληκτικά κοντινά, συνεχόμενα πλάνα γυρισμένα σε 35mm φιλμ και με καταιγιστικούς ρυθμούς, οι αδερφοί Safdie (πέρα από τη σκηνοθεσία, ο ένας εξ αυτών συμμετέχει στο σενάριο, ο δεύτερος παίζει κι ως ηθοποιός ), φτιάχνουν ενα εφιαλτικό πάζλ βίας, φόρο τιμής στό σινεμά των 70’s φανερά επηρεασμένο απο το στύλ των Schatzberg, Lumet και Martin Scorsese, ο τελευταίος μάλιστα είναι και παραγωγός του επερχόμενου θρίλερ των Safdies με το τίτλο Uncut Gems. Μας συστήνουν περιθωριακούς χαρακτήρες, που με πάθος ακολουθούν τον προσωπικό τους κώδικα τιμής , αλλά συντρίβονται συχνά από τους λάθος χειρισμούς τους. Είναι μία από αυτές τις σπάνιες ταινίες που θα σας κάνει να αισθάνεστε νευρικοί, μεταφέροντας το δίλημμα του πρωταγωνιστή με τρόπους που λεηλατούν τα νεύρα και τα συναισθήματά σας.
Τούτου λεχθέντος, τα εύσημα, για το πόσο καλό δείχνει το Good Time, παίρνει η απόδοση του Robert Pattinson, η καλύτερή του απο μια ήδη εντυπωσιακή καριέρα. Είναι σπασμωδικός αλλά όχι επιδεικτικός, αινιγματικός αλλά και συναρπαστικός, παλεύει με τούς δαιμονές του. Όπως στόν (ας μου επιτραπεί) Pacino στη δεκαετία του ’70, έτσι και στόν Pattinson υπάρχει κάτι στα μάτια και τη γλώσσα του σώματος, μια ανησυχία για το τι θα συμβεί στη συνέχεια. Και ναι αυτή η αμείλικτη, νευρική ενέργεια που σου μένει στο μυαλό, γίνεται ένα παρανοϊκό είδος απελπισίας που είναι πάρα πολύ επίκαιρο και πολύ οικείο.
3/5
Lucky
Υπόθεση: Ο Lucky είναι ένας 90χρονος άθεος, που υπερασπίζεται παθιασμένα την ανεξαρτησία του και σε σύγκριση με τους συνομήλικούς του, έχει ζήσει μια πραγματικά «γεμάτη» ζωή. Καθώς νιώθει ότι πλησιάζει προς το τέλος, o Lucky ξεκινά ένα ταξίδι αυτοαναζήτησης.
Άποψη: Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του διακεκριμένου ηθοποιού John Carroll Lynch, είναι μια επιστολή γεμάτη αγάπη για τη ζωή και την καριέρα του Harry Dean Stanton και την ίδια στιγμή ένας διαλογισμός για τη μοναξιά, την πνευματικότητα, τη ζωή και τις ανθρώπινες σχέσεις.
Ο Lucky (παρατσούκλι που απέκτησε στόν πόλεμο), πρώην βετεράνος του Ναυτικού, έχοντας φτάσει στα ενενήντα του χρόνια και μετά απο μια ξαφνική λυποθυμία, θα ξεκινήσει ενα ταξίδι απολογισμού και αυτογνωσίας, σε μια “ανώνυμη” πόλη της Δυτικής Αμερικής, νοιώθοντας πως το τέλος πλησιάζει. Η ταινία μπορεί να μας μιλάει για το θάνατο και τον φόβο του θανάτου, της υγείας και της μοναξιάς… συναισθήματα που τον ηρωά μας, όμως, δεν πτοούν. O Lucky, ακολουθεί την καθημερινή του τελετουργία, κάνοντας γυμναστική, λύνοντας σταυρόλεξα και πίνοντας καφέ πάντα στο ίδιο μέρος, ενω παράλληλα δημιουργεί ιδιαίτερες σχέσεις με τους υπόλοιπους κατοίκους, όπου ο καθένας έχει τη δική του ιστορία.
Καταγράφοντας με απλότητα την επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα του Lucky, ο Lynch μας αποκαλύπτει το μεγαλείο της ζωής και πως εμείς με τον καλύτερο τρόπο μπορούμε να ζήσουμε το αναπόφευκτου του θανάτου, ενώ μέσα από τους διαλόγους (ειδικά ο μονόλογος του David Lynch, σε έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο) που χαρακτηρίζονται από μια φιλοσοφική διάθεση, διανθισμένη με δόσεις μαύρου χιούμορ, μας απαντάει με έμμεσο τρόπο στο μέγα ερώτημα “ποιο είναι τελικά το νόημα της ζωής”.
Ο Harry Dean Stanton, ο οποίος δεν πρόλαβε να δει την πρεμιέρα της ταινίας, καθώς αυτή κυκλοφόρησε δυο εβδομάδες μετά τον θάνατό του, μας αποχαιρετά με μια συγκλονιστική ερμηνεία, όπως ακριβώς και στήν ταινία όταν η φιγούρα του (αφού πρώτα μας “ρίξει” μια τελευταία ματιά), χάνεται στήν έρημο… μια ερμηνεία, ισάξια του ανεπανάληπτου Travis Henderson στο Paris, Texas.
Το Lucky είναι η πιο ταπεινή και βαθιά ταινία των τελευταίων χρόνων, ένα έργο στο ίδιο πνεύμα με το “Stranger Than Paradise” και “Trees Lounge“, αλλά με το δικό του ρυθμό και χρώμα, τη δική του συναισθηματική θερμοκρασία, τους δικούς του λόγους.
3/5
Καζαντζάκης
Υπόθεση: Ο Νίκος Καζαντζάκης έλεγε πως η ζωή του ορίζεται από τα ταξίδια του και τα όνειρά του. Έτσι ο Γιάννης Σμαραγδής παρουσιάζει τα ταξίδια του στη Γερμανία, την Αυστρία, τη Ρωσία, τη Γαλλία και το όρος Σινά, προσπαθώντας να αναδείξει τις φιλοσοφικές και μεταφυσικές αναζητήσεις του σημαντικού συγγραφέα.
Άποψη: Ο Γιάννης Σμαραγδής καταπιάνεται με ακόμα έναν μεγάλο Έλληνα, τον συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη – έχουν προηγηθεί ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος και ο Ιωάννης Βαρβάκης– μέσα από μια βιογραφική ταινία, που προσπαθεί να αναδείξει όχι μόνο τη ζωή, αλλά κυρίως τον στοχασμό του, όμως τελικά δεν ξεπερνάει τα όρια μιας αγιογραφίας.
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται πάνω στην πνευματική αυτοβιογραφία του μεγάλου Έλληνα και ταυτόχρονα οικουμενικού συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο.
Είναι μια πολυκύμαντη αναζήτηση του συγγραφέα, μέσα από όνειρα και ταξίδια σε τόπους που αγάπησε, διεκδικώντας βιωματικά να κατανοήσει τον Χριστό, τον Βούδα, τον Λένιν, για να καταλήξει, μέσω του Οδυσσέα του, στην «Κρητική Ματιά» η οποία τον οδήγησε στην κατάργηση του φόβου του θανάτου και στην κατάκτηση μιας ανώτερης ελευθερίας.
Ολα τα καλά όμως …σταματούν εδω. Διότι στήν περίπτωση του Σμαραγδή, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Με συμβατικη αφηγηση (αλλά μη γραμμική) στα χνάρια “ευρωπαικών” παραγωγών, με ενα πομπώδες σενάριο και με μια επιδερμική προσέγγιση των τεκταινόμενων, ο Σμαραγδής προσφέρει μια άνοστη ταινια που προσπαθεί να σε συγκινήσει χωρίς, όμως, να διαθέτει το απαραίτητο συγκηνισιακό φορτίο. Χωρίς καμία αφηγηματική συνοχή ή αίσθηση συνέχειας, η ταινία καταλήγει επιφανειακή σε βαθμό …ύπνου, με μια άτεχνη συρραφή σκηνών, τύπου σκετσάκια, από διάφορα στιγμιότυπα της ζωής των ηρώων, που μπορεί μεν να έχουν θέση ως μέρος ενός πολύωρου δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ, αλλά όχι σε μια αφηγηματική βιογραφία. Αλλά και έτσι (ιστοριοβιογραφικά δηλαδή), η ταινία δεν μπορεί να υπερβεί την μετριότητα καθώς ιδιαζοντως ιστορικά και βιογραφικά στοιχεία αγνοούνται πλήρως.
Και απο πλευράς παραγωγής όμως τα “νεα” δεν είναι και τόσο καλά. Σκηνοθεσία άνευρη και χωρίς φαντάσια, ενω τα ειδικά εφε είναι τόσο πρόχειρα, που μπορεί να τα παρατηρήσει ακόμα και ένας μέσος θεατής. Κορυφαία στιγμή στο τομέα μακιγιάζ, να το πω, οπτικό να το πω, είναι η ξαφνική “αλλάγη” του ηθοποιού Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, ο οποίος υποδύεται τον Καζαντζάκη μέχρι τα 73 του χρόνια, ξαφνικά στο κρεββάτι του νοσοκομείου του Φράιμπουργκ, βρίσκεται ο Στέφανος Ληναίος …στην ηλικία των 74 χρονών!
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος μπορεί να παίζει με μια έντονη εμμονή στήν λεπτομέρια, τον Νίκο Καζαντζάκη, αλλά χάνεται μέσα σε αυτό το (πολλές φορές), πομπώδες σενάριο. Προσωπικά τον Παπασπηλιόπουλο (το οποίο και θεωρώ έναν πολύ καλό ηθοποίο), ποιό πολύ θα τον θυμάμαι στο προ διετίας Ένας Άλλος Κόσμος …παρά εδω. Η Μαρίνα Καλογήρου στέκεται επάξια δίπλα του στον ρόλο της συντρόφου του, Ελένης, αλλά σε ολη την διάρκεια της ταινίας (με μερικές εξαιρέσεις) την βλέπουμε να εκτελεί… χρέη γραμματέας, ενώ ο Στάθης Ψάλτης –που είναι κι ένας εκ των οποίων ο σκηνοθέτης του έχει αφιερώσει την ταινία- υποδύεται έναν ρόλο εντελώς διαφορετικό από όσους τον είχαμε συνηθίσει και αναρωτιόμαστε πόσα θα μπορούσε να δώσει ακόμα. Δεν θέλω, αλλά πρέπει να αναφερθώ, στόν χαρακτήρα του Άγγελου Σικελιανού, το οποίο ενσαρκώνει ο Νίκος Καρδώνης σε μια, στα όρια της καρικατούρας, ερμηνεία, με αποτέλεσμα ολόκληρες σεκάνς να χάνουν την υπόστασή τους.
Η καλύτερη στιγμή της ταινίας είναι όλες οι σκηνές με τον Θοδωρή Αθερίδη στο χαρακτηριστικό ρόλο του Ζορμπά, ενός ανθρώπου, όπου φαίνεται με χαρακτηριστικό τρόπο οτι επηρέασε πολύ τον συγγραφέα. Πραγματικά νοιώθεις οτι είσαι σε μια άλλη ταινία.
Κλείνω με κάτι που εξοργίζει, αλλά ταυτόχρονα βγάζει …γέλιο. Εντάξει καταλαβαίνουμε οτι μια μεγάλη παραγωγή πρέπει απο κάπου να “βγάλει” χρήμα. Όμως κοντινά πλάνα σε “επώνυμα” σακουλάκια με παξιμαδάκια, είναι μάλλον τραβηγμένη επιλογή.
1/5
The Last Family
Υπόθεση: Η ζωή και το έργο του μεγαλύτερου σύγχρονου Πολωνού ζωγράφου Ντζίζλαβ Μπεκσίνσκι, μέσα από την κάμερα του Γιαν Ματουζίνσκι.
Η αληθινή ιστορία του Πολωνού ζωγράφου Ντζίζλαβ Μπεκσίνσκι, που βραβεύθηκε στο Λοκάρνο για τον υπέροχη ερμηνεία του Αντρζέι Σεβερίν.
Marrowbone
Υπόθεση: Το Marrowbone, διηγείται την ιστορία τεσσάρων αδελφών που προσπαθούν να επιβιώσουν στην έπαυλη που ζούσαν με την πολυαγαπημένη τους μητέρα. Ο εικοσάχρονος Τζακ Μάρομποουν, η μικρότερη αδελφή του και τα δύο μικρότερα αδέλφια του, έχουν καταφέρει να φτιάξουν μία ασφαλή καθημερινότητα στο λαβυρινθώδες σπίτι τους, μετά τον θάνατο της μητέρας τους. Σιγά σιγά όμως πείθονται ότι στη σοφίτα του σπιτιού τους κατοικεί ένα διαβολικό πνεύμα και προσπαθούν ενωμένοι να το καταστρέψουν.
Άποψη: Ο Sergio G. Sánchez, που έχει γράψει μερικά από τα καλύτερα σενάρια του σύγχρονου ισπανικού σινεμά (The Orphanage, The Impossible) για πρώτη φορά περνάει στην καρέκλα του σκηνοθέτη, φτιάχνοντας ενα βραδύκαυστο ψυχολογικό θρίλερ με υποβλητική ατμόσφαιρα και συνδυάζοντας τα στοιχεία του τρόμου και του μεταφυσικού με μια δυνατή ιστορία αγάπης και μια οικογενειακή τραγωδία, ακροβατεί με άνεση ανάμεσα στο φαντασιακό και το πραγματικό, δημιουργώντας συνεχείς και ενδιαφέρουσες ανατροπές και μια πυκνή ατμόσφαιρα μυστηρίου.
3/5
Collide
Υπόθεση: Ο Κέισι και η Τζούλιετ είναι δύο νεαροί Αμερικάνοι που ταξιδεύουν με ένα σακίδιο για να γνωρίσουν την Ευρώπη. Όταν η Τζούλιετ ανακαλύπτει ότι πάσχει από μια σπάνια θανατηφόρα ασθένεια ο Κέισι αποφασίζει να ληστέψει έναν Γερμανό γκάγκστερ , προκειμένου να πληρώσει την θεραπεία της αγαπημένης του.
Η επιχείρησή του όμως βγαίνει εκτός σχεδίου και ο Κέισι πρέπει να επιδοθεί σε έναν ιλιγγιώδη αγώνα δρόμου προκειμένου να φτάσει στην Τζούλιετ πριν από τη γερμανική μαφία.
Άποψη: Μια “ξεχασμένη” παραγωγή του 2016, που σε μια άλλη εποχή θα ήταν ηδη στα ράφια κάποιου video-club, βρίσκει τον δρόμο για τις σκοτεινές αίθουσες και γίνεται μια εντελώς αναμενόμενη, αλλά πολλών οκτανίων, ταινία δράσης, η οποία παρ’ ολα τα λαμπερά της ονόματα, μένει πολύ νωρίς απο “καύσιμα”. Μέσα απο ενα εντελώς αναληθοφανές σενάριο, που η εξέλιξή του δεν θα σε αφήσει και με ανοιχτό το στόμα απο την πρωτοτυπία του, προσπαθεί (αλλά μάταια όμως) να δημιουργήσει σασπένς για να ανεβάσει την αδρεναλίνη και να συγκινήσει.
Οι Nicholas Hoult και Felicity Jones παρ’ ολη την εξαιρετική τους χημεία μένουν ανεκμετάλλευτοι, αλλά εκεί που πραγματικά “δακρύζεις” απο συγκίνηση (για άλλο λόγο φυσικά), είναι όταν βλέπεις δυο μεγαθήρια, τούς Anthony Hopkins και Ben Kigsley, με τόνους απο καλούς ρόλους και βραβεία στήν ερμηνευτική τους φαρέτρα να γίνονται καρικατούρες με τους εντελώς συμβατικούς ρόλους τους, οι οποίοι δεν μπορούν να σώσουν την κατάσταση, αλλά το μόνο που προσφέρουν είναι το απαράμιλλο στυλ τους στις λιγοστές σκηνές που εμφανίζονται.
1/5