Για μονοπώλιο κατηγορεί την Apple η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, προσφεύγοντας στα δικαστήρια

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των New York Times, το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης και οι γενικοί εισαγγελείς 16 πολιτειών κινήθηκαν νομικά εναντίον της Apple, με την εξέλιξη αυτή να συνιστά τη σημαντικότερη, εκ μέρους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, αμφισβήτηση του ελέγχου και της επιρροής που ασκεί ο τεχνολογικός κολοσσός, η χρηματιστηριακή αποτίμηση του οποίου, χάρη σε μια σειρά εξαιρετικά δημοφιλών προϊόντων, προσεγγίζει τα τρία τρισεκατομμύρια δολάρια.

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η Apple παραβιάζει την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία, εμποδίζοντας τρίτες εταιρίες να προσφέρουν στους χρήστες εφαρμογές οι οποίες θα ανταγωνίζονταν τα δικά της προϊόντα, όπως το σύστημα ψηφιακών αγορών της εταιρίας, εξέλιξη η οποία εκτιμάται πως θα συρρίκνωνε τη χρηματιστηριακή αξία του iPhone, της ναυαρχίδας των προϊόντων της Apple. Το σκεπτικό της αμερικανικής κυβέρνησης, όπως αναπτύσσεται στο κείμενο της αγωγής που κατατέθηκε στο  Ομοσπονδιακό Περιφερειακό Δικαστήριο του Νιού Τζέρσεϊ, είναι ότι οι πολιτικές της Apple πλήττουν τους καταναλωτές και τις μικρότερες εταιρίες που επιχειρούν να ανταγωνιστούν ορισμένες από τις υπηρεσίες που παρέχει ο τεχνολογικός κολοσσός.

Η απόφαση για την προσφυγή στα δικαστήρια έρχεται ως κατακλείδα μιας πολυετούς έρευνας από τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές γύρω από την εξαιρετικά δημοφιλή σειρά συσκευών και υπηρεσιών που διαθέτει στην αγορά η Apple.

Μέσα από τον αυστηρό έλεγχο της εμπειρίας χρήσης των iPhone αλλά και των άλλων συσκευών που ανήκουν στο λεγόμενο “οικοσύστημα” της Apple, ο τεχνολογικός κολοσσός δημιούργησε σύμφωνα με τους επικριτές του ένα άνισο επιχειρηματικό πλαίσιο, μέσω του οποίου παρέχει στα δικά της προϊόντα και υπηρεσίες πρόσβαση σε σημαντικές δυνατότητες, τις οποίες στερεί από τους ανταγωνιστές της. Στην πορεία των χρόνων, περιόρισε την πρόσβαση χρηματοπιστωτικών εταιριών στο σύστημα πληρωμών που χρησιμοποιεί το κινητό. Παράλληλα, διευκολύνει τους χρήστες να συνδέουν προϊόντα της ίδιας της εταιρίας, όπως smartwatch και φορητούς υπολογιστές με το iPhone, ενώ δυσχεραίνει την ίδια διαδικασία για συσκευές άλλων κατασκευαστών.

Από την πλευρά της, η Apple ισχυρίζεται ότι με τον τρόπο αυτό καθιστά τα iPhone ασφαλέστερα από ό,τι άλλα smartphone. Όμως, δημιουργοί εφαρμογών και κατασκευαστές ανταγωνιστικών συσκευών υποστηρίζουν ότι η Apple καταχράται της θέσης της, ώστε να συνθλίψει τον ανταγωνισμό.

Στο παρελθόν, η Apple έχει κατορθώσει να αποκρούσει προηγούμενες κατηγορίες για άσκηση μονοπωλιακής πολιτικής. Στο πλαίσιο της αγωγής που είχε καταθέσει η Epic Games, δημιουργός του Fortnite, το 2020, λόγω των όρων χρήσης του App Store, η Apple κατόρθωσε να πείσει το δικαστήριο ότι οι χρήστες θα μπορούσαν εύκολα να μεταβούν από το λειτουργικό σύστημα του iPhone στο Android, που αναπτύσσει η Google. Ο ισχυρισμός που προέβαλαν τότε οι δικηγόροι της εταιρίας ήταν η απροθυμία των χρηστών να αλλάξουν συσκευές είναι η εμπιστοσύνη τους στο iPhone.

Βεβαίως, δεν είναι η Apple ο μοναδικός τεχνολογικός κολοσσός που αντιμετωπίζει κατηγορίες για παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας. Το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει θέσει στο στόχαστρό του τόσο τη Google, λόγω της κυρίαρχης θέσης της στον τομέα των διαδικτυακών αναζητήσεων, αλλά και του ελέγχου που ασκεί η εταιρία στην αγορά της διαφημιστικής τεχνολογίας. Εντωμεταξύ, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου έχει κινηθεί νομικά εναντίον της Meta, στην οποία ανήκει το Facebook, κατηγορώντας τη για μονοπωλιακές πρακτικές λόγω της εξαγοράς του Instagram και του WhatsApp, ενώ στο πλαίσιο άλλης αγωγής κατηγορεί την Amazon ότι καταχράται της κυρίαρχης θέσης της στην αγορά του διαδικτυακού λιανικού εμπορίου. Νωρίτερα, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου είχε αποτύχει να εμποδίσει τη Microsoft να εξαγοράσει την Activision Blizzard.

Όλες αυτές οι νομικές κινήσεις αποτυπώνουν τη συντονισμένη προσπάθεια των ρυθμιστικών αρχών να ασκήσουν αυστηρότερο έλεγχο στο ρόλο των εταιριών που κατέχουν κυρίαρχη θέση στους τομείς του εμπορίου και των επικοινωνιών. Το 2019, επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, οι αμερικανικές αρχές είχαν ξεκινήσει έρευνα για παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, σε βάρος των Google, Meta, Amazon και Apple. Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει εντείνει τις προσπάθειες αυτές, ορίζοντας ως επικεφαλής τόσο της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Εμπορίου όσο και του Υπουργείου Δικαιοσύνης άτομα τα οποία έχουν επικρίνει κατά το παρελθόν τους τεχνολογικούς κολοσσούς.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές επέβαλαν πρόσφατα πρόστιμο ύψους 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Apple, κατηγορώντας τη ότι δεν επέτρεπε σε ανταγωνιστές της στον τομέα της μουσικής να επικοινωνούν με τους χρήστες για την προώθηση εναλλακτικών τρόπων πληρωμής και ανανέωσης των συνδρομών τους. Στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον εκτελεστικό βραχίονα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν προσφύγει επίσης δημιουργοί εφαρμογών, ζητώντας να διερευνηθεί το κατά πόσο η Apple επιμένει να παραβιάζει το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο, το Νόμο περί Ψηφιακών Αγορών (DMA), που επιβάλει το άνοιγμα των iPhone στις ψηφιακές αγορές τρίτων.

Την ίδια ώρα, στη Νότια Κορέα αλλά και την Ολλανδία, η Apple βρίσκεται αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο επιβολής προστίμων, λόγω των χρεώσεων που επιβάλει στους δημιουργούν των εφαρμογών που θέλουν να επιλέξουν εναλλακτικούς τρόπους πληρωμών. Άλλες χώρες, ανάμεσά τους η Βρετανία, η Αυστραλία και η Ιαπωνία, εξετάζουν την επιβολή ρυθμιστικών πλαισίων που θα περιόριζαν τον έλεγχο που ασκεί η Apple στην οικονομία των ψηφιακών εφαρμογών.

Το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο ξεκίνησε την έρευνά του γύρω από τις πολιτικές της Apple το 2019, επέλεξε να κινηθεί νομικά σε ένα ευρύτερο και πιο φιλόδοξο πλαίσιο, σε σχέση με εκείνο των ρυθμιστικών αρχών άλλων χωρών. Αντί να εστιάσει συγκεκριμένα στο App Store, όπως έκαναν οι αρχές της Ε.Ε., εστιάζει στο συνολικό οικοσύστημα προϊόντων και υπηρεσιών της Apple, περιγράφοντας τους τρόπους με τους οποίους η Apple δημιουργεί προσκόμματα στη συνεργασία συσκευών τρίτων με το iPhone, με αποτέλεσμα, από τη στιγμή που κάποιος επενδύσει για λόγους ευκολίας σε μια σειρά προϊόντων της εταιρίας, να είναι οικονομικά πολύ δυσχερέστερο να μεταβεί σε άλλη συσκευή. Στο κείμενο της αγωγής ειδική μνεία γίνεται και στα προσκόμματα που προβάλει ο τεχνολογικός κολοσσός στη χρήση εναλλακτικών εφαρμογών και συστημάτων πληρωμών.

Απαντώντας, η Apple εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία αναφέρει τα εξής:

“Στην Apple, καινοτομούμε σε καθημερινή βάση προκειμένου να δημιουργήσουμε τεχνολογία που οι άνθρωποι λατρεύουν, σχεδιάζοντας προϊόντα τα οποία συνεργάζονται άψογα μεταξύ τους, προστατεύουν την ιδιωτικότητα και την ασφάλεια των χρηστών και τους προσφέρουν μια μαγική εμπειρία. Η αγωγή αυτή συνιστά απειλή έναντι του ποιοι είμαστε και των αρχών που διαφοροποιούν τα προϊόντα της Apple σε εξαιρετικά ανταγωνιστικές αγορές. Σε περίπτωση που στεφόταν από επιτυχία, [η αγωγή] θα περιόριζε τη δυνατότητά μας να δημιουργούμε το είδος της τεχνολογίας που αναμένουν οι άνθρωποι από την Apple, μια αγαστή συνεργασία υλικού εξοπλισμού, λογισμικού και υπηρεσιών. Παράλληλα, θα συνιστούσε επικίνδυνο νομικό προηγούμενο, καθώς θα επέτρεπε στο κράτος να ασκεί ωμό έλεγχο στο σχεδιασμό της τεχνολογίας που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι. Θεωρούμε νομικά αβάσιμη την αγωγή αυτή και σκοπεύουμε να την αποκρούσουμε σθεναρά”.

Διαβάστε όλο το άρθρο από την πηγή

Latest Posts

spot_img

Stay in touch

To be updated with all the latest news, offers and special announcements.

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

Don't Miss